- πολυχώρητος
- πολυχώρητοςcapaciousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυχώρητος — η, ο/πολυχώρητος, ον, ΝΜΑ αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά ευρύχωρος, πολύχωρος αρχ. αυτός που καταλαμβάνει μεγάλο χώρο, που απλώνεται σε μεγάλη έκταση 2. αυτός που έχει μεγάλη έκταση, μεγάλη επιφάνεια, μεγάλο εμβαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * +… … Dictionary of Greek
πολυχωρητότερον — πολυχώρητος capacious adverbial comp πολυχώρητος capacious masc acc comp sg πολυχώρητος capacious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχωρητότατον — πολυχώρητος capacious masc acc superl sg πολυχώρητος capacious neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχώρητον — πολυχώρητος capacious masc/fem acc sg πολυχώρητος capacious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχωρητότατος — πολυχώρητος capacious masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχωρητότερα — πολυχώρητος capacious neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχωρητότερος — πολυχώρητος capacious masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχωρήτῳ — πολυχώρητος capacious masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχώρητα — πολυχώρητος capacious neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχωρητοτέρα — πολυχωρητοτέρᾱ , πολυχώρητος capacious fem nom/voc/acc comp dual πολυχωρητοτέρᾱ , πολυχώρητος capacious fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)